λιμεναρχώ

λιμεναρχώ
(Α λιμεναρχῶ, -έω) [λιμενάρχης]
είμαι λιμενάρχης, προΐσταμαι τής λιμενικής αρχής
νεοελλ.
(το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο λιμεναρχών
τίτλος που δίνεται συνήθως στον προϊστάμενο αξιωματικό τής τελωνειακής αρχής ενός λιμανιού, ο οποίος αναπληρώνει τον λιμενάρχη όταν αυτός απουσιάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”